Παλιά ήθη και έθιμα του χωριού μου


Έθιμα γάμου

Από τη Δευτέρα η νύφη και ο γαμπρός άρχιζαν να ετοιμάζονται και να φροντίζουν για ότι τους χρειάζεται για τη μεγάλη μέρα που τους περίμενε. Την Πέμπτη μερικές γυναίκες έφτιαχναν τα γλυκά. Όταν τελείωναν άρχιζαν να φτιάχνουν τα προικιά. Μετά ένας ένας συγγενής περνούσε και ράντιζε τα προικιά και έλεγε στη νύφη: “ Να τα χαίρεστε και να ζήσετε ευτυχισμένοι”. Το βράδυ έβαζαν λίγο αλεύρι και έπιαναν τα προζύμια. Όποιος ήταν ελεύθερος ή ελεύθερη του έβαζαν στο πρόσωπο αλεύρι. Την Παρασκευή ζύμωναν τις πίτες. Το Σάββατο έσφαζαν τα σφαχτά κι έφτιαχναν τους πατσάδες που τους έτρωγαν το βράδυ και γλένταγαν μέχρι το πρωί. Επίσης έρχονταν ο γαμπρός με μερικούς συγγενής και πετροβολούσαν τα προικιά ύστερα τα φόρτωναν σε άλογα, και γλεντούσαν κι αυτοί μέχρι το πρωί. Την Κυριακή το μεσημέρι άρχιζαν και ετοιμάζονταν για την εκκλησία. Την νύφη την συνόδευαν ο πατέρας κι ο αδερφός ή όποιος άλλος συγγενής. Ακόμα τους συνόδευαν τα όργανα. Μετά την εκκλησία πήγαιναν στην πλατεία του χωριού και γλεντούσαν με τα όργανα ως το πρωί. Όταν τελείωναν όλοι χαιρετούσαν το νέο ζευγάρι και τους εύχονταν να ζήσουν.




Έθιμα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς

Περιμένοντας τη γιορτή των Χριστουγένων, οι άνθρωποι νηστεύανε για σαράντα μέρες. Την τελευταία βδομάδα δεν τρώγανε ούτε λάδι. Την Παραμονή ετοιμάζανε τα Χριστόψωμα. Τα παιδιά βγαίνανε για τα κάλαντα την παραμονή. Στα σπίτια που βγαίνανε τους φιλεύανε καρύδια, σταφίδες και μουσταλευριά. Το στόλισμα των σπιτιών, επειδή τότε δεν είχαν το χριστουγεννιάτικο δένδρο, ήταν το άσπρισμα του τζακιού. Ανήμερα τα χριστούγεννα ο κόσμος έτρωγε κότα με πιλάφι. Τη παραμονή της Πρωτοχρονίας οι νοικοκυρές ετοίμαζαν καλιχέρες, το κάνανε φρατζολάκι και βάζανε μέσα το φλουρί. Όποιος κέρδιζε το φλουρί το είχανε έθιμο ότι θα είχε υγεία και το βάζανε στο εικόνισμα μέχρι τον ερχόμενο χρόνο.



Έθιμα της Αποκριάς


Τις απόκριες τις ξεχωρίζανε σε ξεχωριστές εβδομάδες ανάλογα με το τι τρώγανε. Την πρώτη εβδομάδα την ονόμαζαν απόλυτη εβδομάδα. Αυτή την εβδομάδα τρώγανε ότι θέλανε. Την δεύτερη εβδομάδα τρώγανε πολλά χοιρινά. Την τρίτη εβδομάδα την ονόμαζαν τυρινή. Αυτήν την εβδομάδα τρώγανε μόνο φαγητά με τυρί. Συνήθως τρώγανε γκόγκες. Τότε τα παιδιά μασκαρεύονταν με μαύρες φανέλες, σεντόνια, έβαζαν τα ρούχα τους ανάποδα και βάφονταν με μουντζούρα. Τα παιδιά που βγαίνανε μεταμφιεσμένα πήγαιναν στα σπίτια σε παρέες και τρόμαζαν τα μικρά παιδιά. Στα σπίτια τους κερνούσαν μεζέδες, κρασί και χορεύανε. Σε κάθε γειτονιά άναβαν φωτιές και συγκεντρώνονταν κυρίως τα παιδιά της γειτονιάς, αγόρια και κορίτσια. Επίσης συγκεντρώνονταν και οι γύρω γειτόνοι. Τότε όλοι μαζί γλεντούσαν και χόρευαν γύρω από τις φωτιές. Την Καθαρή Δευτέρα φτιάχνανε αετούς από εφημερίδες και τους πετούσαν. Την Καθαρή Δευτέρα τρώγανε νηστίσιμα φαγητά. Του Αι - Θοδώρου οι χωριανοί πήγαιναν το πρωί στην εκκλησία και τ' απόγευμα γλεντούσαν στο προαύλιο της Εκκλησίας. Ανάβανε φωτιές, ψήνανε ψωμί στα κάρβουνα με λάδι και τρώγανε ελιές. Επίσης χορεύανε άντρες, γυναίκες, παιδιά μέχρι το πρωί.

Έθιμα του Πάσχα

Το Πάσχα νηστεύανε για 50 ημέρες. Την Μεγάλη βδομάδα δεν τρώγανε λάδι. Επίσης τη Μεγάλη βδομάδα ασβεστώνανε τα σπίτια, ετοιμάζανε τα γλυκά που πάντα ήταν οι δίπλες και βάφανε τα αυγά κόκκινα. Για τα κόκκινα αυγά πιστεύανε ότι ο Χριστός θα αναστηθεί. Μετά την εκκλησία οι οικογένειες μαζεύονταν στο πατρικό σπίτι και τρώγανε αρνί στη σούβλα. Μετά τσουγκρίζανε τα αυγά. Οποιανού το αυγό δεν έσπαζε έλεγαν ότι ο Χριστός του έδινε δύναμη για όλο το χρόνο. Μετά πιάνανε το χορό. Το απόγευμα στην Πλατεία γινόταν μεγάλο γλέντι, που κρατούσε τρεις μέρες.



Η 1η του Μάρτη

Την πρώτη του Μάρτη, πριν βγεί ο ήλιος οι κοπέλες του χωριού το είχαν έθιμο να πηγαίνουν να καθρεφτίζονται μεσα σε λαϊνες με λάδι για να μην καούν από τον ήλιο. Επίσης βάζανε κόκκινη με άσπρη κορδέλα στο χέρι και στο λαιμό. Τα αγόρια, παραμονές του Μάρτη, το βράδυ χτυπούσαν κουδούνια κι έλεγαν: "Έμπα Μάρτη και χαρά κι έβγα τυφλοπόντικα".

Η Ιστορία της Επανάστασης

από τον Γιάννη Μπούτσαλη

Ο πατέρας του Γιάννη Βόγγλη είχε ένα σπίτι 150 χρονών. Ο ίδιος είχε ένα λιτριβιό 100 χρόνων. Σ’ ένα γκρεμισμένο σπίτι μια ημερομηνία 1954. Σ’ αυτό το σπίτι ζούσε ένας Αμερικάνος, όπου ήθελε να παντρευτεί μια κοπελιά. Η κοπελιά όμως δεν τον ήθελε και αυτός αναγκάστηκε να πάει στην Αμερική. Αυτό το σπίτι χρησιμοποιήθηκε για τη σύγκρουση, Χιτών, Ανταρτών και Ελλήνων. Στις 26 Μαρτίου 1821 πολλοί μαχητές εκ του χωριού, υπό την αρχηγία του Γρηγόριου Μοίρα έσπευσαν και έλαβαν μέρος εις την πολιορκία της Μονεμβασίας.

Κάθε χωριό έπαιρνε στρατιώτες και πήγαιναν στην πολιορκία της Μονεμβασίας. Απ’ το δικό μας χωριό πήραν 15 στρατιώτες με αρχηγό τον Γεώργιο Μοίρα, 40 στρατιώτες από τον Ασωπό, 80 από τον Ζάρακα, 8 στρατιώτες από το Αλιβέτσοβα. Όταν ο Ιμπραήμ ήρθε στην επαρχία μας πολλά γυναικόπαιδα και γέροι πήγαν να κρυφτούν και να σωθούν από τους Τούρκους. Όμως οι Τούρκοι έπιασαν ένα γέρο που καταγότανε απ’ το χωριό Μαρί, οι Τούρκοι τον απείλησαν και πρόδωσε το μυστικό. Έτσι οι Τούρκοι πήγαν και τους έσφαξαν όλους, ανάμεσα τους και 5-6 παλικάρια τα οποία υπερασπίστηκαν αλλού τα πολεμοφόδια τους σώθηκαν και μετά πάλεψαν με γιαταγάνια. Αλλά τα παλικάρια σκοτώθηκαν στο στενό γκρεμό το λένε σταυρό και είναι πολύ απότομο μέρος.

Συμβάν στο χωριό μας

Ο Μανώλης ο Ντόβολος ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος που είχε ένα μεγάλο κτήμα στη Γλυκόβρυση. Όταν ήρθε το φθινόπωρο κάποια μέρα πήγε να μάσει τις ελιές στο χτήμα του. Εκεί ξαφνικά βρέθηκε ένας τσιφλικάς που είχε δύναμη και χρήμα και μέσον και ήθελε να του πάρει το κτήμα με τη βία που απ' ότι φαίνεται ήταν μεγάλης αξίας. Τότε ο μπάρμπα-Μανώλης αντέδρασε και την άλλη μέρα πηγαίνοντας στο κτήμα πήρε και το ντουφέκι του μαζί. Εκεί πάλι παρουσιάστηκε ο τσιφλικάς με τους μπράβους του και ήθελε να τον διώξει. Μόλις ο τσιφλικάς είπε θα σου πάρω το κτήμα τότε ο μπάρμπα Μανώλης έβγαλε το όπλο και τον σκότωσε. Από τότε τον κυνηγούσε η αστυνομία γι' αυτό το λογό αναγκάστηκε να μείνει πολλά χρόνια στα βουνά, και να γίνει φυγόδικος. Όμως κάποτε τον πρόδωσε κάποιος κουμπάρος του που τον παρέδωσε στην αστυνομία. Έτσι φυλακίστηκε στο Ναύπλιο. Μετά από πολλά χρόνια βγήκε από την φυλακή και πέθανε στο χωριό μας.

Ναοί των Νιάτων



ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ

από το μπάρμπα-Βασίλη Μερκούρη


Αν αυτή τη στιγμή ξεσκεπάζαμε μια πλάκα ενός ευπρεπέστατου τάφου
και βρισκόταν κάποιος να μας μιλήσει πρώτη λέξη που θα έβγαζε θα ήταν ματαιότης…
Και αρχίζω.
Άνθρωπε στάσου δυο λεπτά και πρόσεξε κι εμένα
θα σου μιλήσω συμβουλές που ‘ναι καλές για σένα.
Με βλέπεις κόκαλο γυμνό μα δίχως φαντασία
και λες δεν ήμουν τίποτα δε δίνεις σημασία.
Μα κάποτε στα χρόνια μου είχα κι εγώ το κάλος
και βάδιζα περήφανος σαν φουσκωμένος γάλος.
Κι είχα κι εγώ τη δόξα μου σοφία του Σωκράτη
του Ηρακλή τη δύναμη πολύφημου στα κράτη,
είχα μαλλιά μεταξωτά και μάγουλα σαν μήλα
και φρύδια που δεν βρίσκονται σαν της ελιάς το φύλλο,
είχα καρδιά του λέοντος και μπράτσα σιδερένια,
ακούραστα τα πόδια μου και στήθη μαρμαρένια,
είχα τη γλώσσα τ’ αηδονιού μάτια μεγάλα μαύρα
και μερικοί μου λέγανε όλα μαζί που τα ‘βρα
γι’ αυτό κι εγώ χαιρόμουνα πως ήμουν στη γης ο φάρος
και με το νου λογάριαζα πως δεν υπάρχει χάρος.
Μα πότε δεν κατάλαβα περάσανε τα χρόνια
και φύγανε τα νιάτα μου σαν του Μαρτιού τα χιόνια.
Το γλέντι κι όλες οι χαρές περνούσαν στον αέρα
κι όλη η ζωή μου φάνηκε πως ήτανε μια μέρα.
Σαν ένιωσα γεράματα θυμάμαι τα παλιά μου
μου φάνηκε παράξενο πως ασπρίσαν τα μαλλιά μου.
Το φως από τα μάτια μου μικραίνει λιγοστεύει
κι ο νους μου πως εγέρασα ακόμα δεν πιστεύει.
Τα πόδια μου αδυνάτισαν, τα χέρια δεν κινιούνται,
τα δόντια μου χαλάσανε κι αυτά παραπονιούνται.
Κατάλαβα το θάνατο σε λίγο τελειώνω
και τότε βάζω μια φωνή και κλάματα και πόνο.
Ποιός μάγος θέλει τη ζωή και ποιόν γιατρό να πάρω
και ποιός μπορεί και δύναται που να νικάει το χάρο;
Θα του χαρίσω χτήματα και λίρες όσες θέλει
γιατί του χάρου το σπαθί να σπάσει και τα βέλη.
Κανείς δε μου αποκρίθηκε, κανείς δε μου είπε ξέρει
να μου γλιτώσει τη ζωή και νιάτα να μου φέρει.
Λοιπόν μια μέρα τ’ Απριλιού, χωρίς να περιμένω,
κάποιος χτυπάει την πόρτα μου με τρόπο αγριεμένο.
Ήταν ψηλός κατάμαυρος φωνάζω τι να κάνω
και μια φωνή με τρόμαξε μου λέει σήκω απάνου
μου ξέσκισε τα σπλαχνικά μου και πήρε την ψυχή μου.
Αμέσως πάν’ τα πλούτη μου μαζί με τη στολή μου
και τώρα τα χωράφια και πάν’ και τα παλάτια
τα ρόδινα τα μάγουλα, η γλώσσα και τα μάτια.
Σκουλήκια φάγαν το κορμί της ομορφιάς το σώμα,
ενώ με λάσπη γίναμε, γινήκαν πάλι χώμα.
Οι φίλοι και οι συγγενείς δε θέλω να με κλαίνε
θέλω κερί μνημόσυνο συγχώρεση να λένε,
όπως με βλέπεις άνθρωπε έτσι θα καταντήσεις
σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή μαθές να καζαντίσεις,
όταν γεράσω να μη λες θα κάνω καλοσύνες
τότε θα πάω στην εκκλησιά πολλές ελεημοσύνες
ο χάρος είναι λαίμαργος δεν έχει προθεσμία
δεν έχει φίλους, ουδέ χαρές εξαίρεση καμία
παίρνει τις μάνες των παιδιών, λεβέντες που γλεντάνε,
από την κούνια τα μωρά, γυναίκες που κεντάνε.
Να σκέφτεστε το θάνατο εφτά φορές την ώρα,
υπήρχαν κι άλλοι στη ζωή μα δεν υπάρχουν τώρα.
Σε βήμα πρόσεξε του Σατανά το βρόχι
μην αδικήσεις ορφανούς, γυναίκες χίλιες όχι
πιστά τους νόμους φύλαξε χωρίς καμιά προσθήκη
τας εντολάς του Μωυσή τη νέα διαθήκη
να μη δουλεύεις Κυριακή, ούτε γιορτές Αγίων
να ‘χεις αμόλυντη ψυχή και καθαρό το βίο,
να μην πηγαίνεις πονηρά, μη βλαστημάς τα θεία
και δίνεις περιφρόνηση του Σατανά τη βία,
τη μέρα τα μαθήματα και πριν ο ήλιος δύσει
με κάθε τρόπο του Θεού να τα ‘χεις όλα σβήσει.
Ελεημοσύνη, προσευχή, αγάπη και νηστεία
αυτά θα σώζουν την ψυχή, μη λες πως είναι αστεία.
Αγάπα τον πλησίον σου, ποτές κακό μην κάνεις,
γιατί αργά ή γρήγορα θα σβήσεις, θα πεθάνεις.

Και τώρα αναγνώστα μου, τι σκέφτεσαι να κάνεις, τα λόγια που σου μίλησα στο νου σου να τα βάλεις, γιατί εφτού που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις.

HOME