Τώρα Ουρανέ μου…
Τώρα ουρανέ μου, Βρόντησε ,
Τώρα ουρανέ μου, Βρέξε
ρίξε στους κάμπους την βροχήν
και στα βουνά το χιόνι
στου πικραμένου την αυλή
τρία γυαλιά φαρμάκι
το να πίνει την αυγή
τ’ άλλο το μεσημέρι
το τρίτο το πικρότερο
στο δείπνο όταν δειπνάει.
Είχα μηλιά στη πόρτα μου
και δέντρο στην αυλή μου
και τέντα κατακόκκινη
το σπίτι σκεπασμένο
και κυπαρίσσι ολόχρυσο
κι ήμουνα ακουμπισμένη,
είχα κι ασημοκάντηλο
στο σπίτι κρεμασμένο.
Τώρα η μηλιά μαράθηκε
το δέντρο ξεριζώθη
κι η τέντα η κατακόκκινη
και κείνη μαύρη εγίνη,
το κυπαρίσσι το χρυσό
έπεσε κι ετσακίστη,
το ασημοκάντηλο έσβησε
το σπίτι δε φωτάει.
Εδώ σε τουτ’ την εκκλησιά
σε τούτο το ξαμόνι
κοιμούνται οι νιές σα λεμονιές
κι οι νιοί σαν κυπαρίσσια,
κοιμούνται και οι γέροντες,
δέντρα ξεριζωμένοι
κοιμούνται κι οι νοικοκυρές
σαν πόρτες χαλασμένες
κοιμούνται τα μικρά παιδιά
σα μήλα μαραμένα.
Παράπονο
Δε σόπρεπε δε σόμοιαζε
χαμού στην γη να πέσεις
μον σόπρεπε και σόμοιαζε
σε περιβόλι μέσα
να πέφτουν τ’ άνθια πάνω σου,
τα μήλα στην ποδιά σου
τα κόκκινα τριαντάφυλλα
στα ροδομάγουλα σου
Πουλάκι βγήκε από τη γη
κι από τον κάτω κόσμο,
μήτε σε πέτρα κάθησε
μήτε σε ελιά κλωνάρι
μον βγήκε κι απακουλούθησε
στης εκκλησίας την πόρτα.
Τρέχουν ματάκια θλιβερά
τρέχουν καρδιές καημένες:
πες μας, πες μας πουλάκι μου
τι είδες στον κάτου κόσμο;
-τι να σας μολογήσω;
Είδα τα φίδια σταυρωτά
και τις οχιές κουβάρια.
Είδα τους νιούς ξεμάρτωτους,
τις νιές ξεστολισμένες
σαν μήλα ραβδιάσμένα.
Αυτού που πας στη Μαύρη Γης, φτού που θα μπείς στον Άδη,
μην μας ξεχάσεις, άμοιρε, και μη μας λησμονήσεις,
γιατί λυπούνται τα παιδιά και κλαίν και λαχταρίζουν,
που’ μείναμε στην ορφανιά, στον Κάμπο ξαπλωμένα,
κι άλλος τα λέει κακόμοιρα, κι άλλος κατακαϋμένα,
κι έρχονται στη μανούλα τους κι ούλο παραπονιούνται:
Μάνα γιατί είμαστε ορφανά και μαυροφορεμένα;
Για στολισέ μας, τ’ ορφανά, κι ας είν’ και μαύρα ρούχα,
να πα να γονατίσουμε στο μνήμα του πατέρα,
να τον παρακαλέσουμε να ξανάρθει στο σπίτι,
για να μην κλαίς, μανούλα μου, και να μην κοπανιέσαι,
και αν δεν θελήσει για να ‘ρθει, να κάτσουμε κοντά του,
για να μας έχει συντροφιά, να τον παρηγοράμε.
Διαβήτε απ’ τη Μονεμβασιά, π’ το Παλιοκαστρίτση,
εκεί να βγήτε αίματα, εκεί να βγήτε λέσια,
πού βγήκε ο Κεχαγιάς-μπέης μ’ όλους τους Αρβανίτες.
Κι οι κλέφτες όταν το μάθαν, πολύ τους κακοφάνη,
βάνουνε βίγλες και βιγλούν, βάνουν και καραούλια.
Η κάτω βίγλα φώναξε, το κάτω καραούλι:
Πιάστε τον τόπο δυνατά και φτιάστε τα ταμπούρια.
Ο Κεχαγιάς μας πλάκωσε μ’ όλους τους Αρβανίτες.
Πρώτη μπατάλια πού’ πεσε τη ρίχνει ο Κυριακούλης,
βαρεί τον Μπαϊραχτάρ-αγά κι αυτόν το σιλιχτάρη,
παίρνει μουλάρια με φλωρί, μουλάρια με χρυσάφι.
Που είσαι, καϋμένε Θόδωρε και σύ Κολοκοτρώνη,
που ξεπατώνεις την Τουρκιά και τους παλιούς αγάδες!
Τι λές σκυλί Κιαμήλ-μπέη και σύ μπρέ Κιουμουρμάτη;
θα πιάσω σκλάβους μπέηδες και σκλάβους βεζιράδες,
θα πιάσω τα ρετσάλια σου κι όλα σου τα χαρέμια.
Πιάνουν χαρέμια δεκαοχτώ και μπέηδες δεκαπέντε.
1)Ένα μικρό Τουρκόπουλο
του βασιλιά κοπέλι,
μια Ρωμιούλα αγάπησε
και’ κείνη δεν τον θέλει.
Μια Κυριακή και να πρωί
η κόρη στολισμένη,
πέρνει τους δρόμους της εμπρός
και τα βουνά οπίσω.
Κι ο δρόμος της την έβαλε
μες στου Γιώργη την πόρτα
“Άγιε μου Γιώργη αδρανέ,
μεγάλο το ονομά σου,
για κρύψεμαι για σώσεμαι,
μέσα στα μαρμαρά σου”.
Τα μάρμαρα ανοίξανε
κι η κόρη μπαίνει μέσα.
Να το και το Τουρκόπουλο
καβάλα στο αλογό του.
“Άγιε μου Γιώργη αδρανέ,
μεγάλο τ’ ονομά σου,
θα βαπτιστώ στην μνήμη σου,
να βάλω τ’ ονομά σου.
Θα φέρω ακάδες το κερί
κι οκάδες το λιβάνι
και με τα Βοϊδοτούλουμα
θα κουβαλώ το λάδι.
Φανερωσέ μου τη Ρωμιά
που’ χεις στα μαρμαρά σου”.
Τα μάρμαρα ανοίξανε
κι ο Τούρκος μπαίνει μέσα.
Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε
και έξω την εβγάζει.
“Άσεμε Τούρκε απ’ τα μαλλιά
και πιάσεμε απ’ το χέρι.
Κι αφού είναι θέλημα θεού
για να γινούμε τέρι”
2)Όλες οι όμορφες
έχουνε καμάρι.
Μια κοντή μελαχρινή
κείνη το’ σερνε πολύ.
Τούρκος την αγάπησε
και θέλει να την πάρει.
Κόβεται, ρίχνεται,
Τούρκισα δεν γίνεται.
Κι αν κοπείς, κι αν’ ριχτείς
Τουρκοπούλα θα γινείς.
Αμάν φιδάκι γίνομαι
vστη γή πάω και μπαίνω.
Φιδολόγος θα γενώ
πάλι σε κερδίζω γω.
Αμάν πουλάκι γίνομαι
στα δάση πάω και μπαίνω.
Κυνηγός θε να γενώ
πάλι σε κερδίζω γω.
Αμάν ψαράκι γίνομαι
στη θάλασσα πηγαίνω.
Ψαρολόγος θα γενώ
πάλι σε κερδίζω γω.
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται,
μηνά σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα,
δεν ειν εδώ το Σούλ. Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
Το Σούλι αν επροσκύνησε κι αν τούρκεψεν η κιάφα,η Δέσπω αφέντες πιαπηδές,
δεν έκαμε, δεν έκαμε,
δεν κάνει.
Δαυλί στο χέριν άρπαξε,
κόρες και νύφες κράζει,
σκλάβες των Τούρκων μη ζήσουμε
παιδιά μ’ μαζί μου ελάτε
Και τα φυσέκια ανάψανε κι’ όλοι φωτιά γενήκαν.
Φύσα μαϊστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα.
της ρουμελέξης οι μπέηδες,
του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτοντε,
στο χώμα τεντωμένοι.
Στρώμα έχουν τη μαύρη γής,
προσκέφαλο λιθάρια και γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού
η λάψη.
Κι ένα πουλάκι πέρασε και το συγνορωτάτε:
πουλί πως πάει ο πόλεμος,
το κλέφτικο ντουφέκι;
Μπροστά πάει ο Νικηφόρας,
πίσω ο Κολοκοτρώνης και παραπίσω οι Έλληνες,
με τα σπαθιά στα χέρια.
Ο γέρο-Ρήγας ήταν ετοιμοθάνατος. Είχε πέσει στο κρεβάτι από βαρειά αρρώστια και κανείς δε κοτούσε να πάει να τον δει γιατί βγήκε προσταγή, πως όποιος δε μπορέσει να τον γιάνει, θα του 'κοβαν το κεφάλι.Τότε μια μάγισα είπε: - Εγώ θα τον κάνω καλά. Φέρτε μου ένα Ρηγόπουλο, μοναχοπαίδι αγόρι, να το σφάξουμε, να πιεί ο γέρο - Ρήγας το αίμα του, και τότε θα γίνει καλά.
Στείλανε λοιπόν ανθρώπους και φυλάξανε στη λίμνη, σ' ένα άλλο ρηγάτο, όπου ο Ρήγας είχε μοναχοπαίδι αγόρι, το Βαρβαντίνο, ρηγόπουλο όμορφο και τον πιάσανε και τον πήγανε στον άρρωστο Ρήγα. Ο Ρήγας τον καλοδέχτηκε και στερνά πρόσταξε και τον έκλεισαν σε μια κάμαρη και τον τάιζαν δέκα μέρες γλυκά, για να γλυκάνει το αίμα του, να το πιεί να γιάνει. Η Φαλτέσα όμως, η ρηγοπούλα που ''τανε ξακουσμένη για την ομορφιά της και καλωσύνη της, ερωτεύτηκε το ρηγόπουλο το Βαρβαντίνο και πήγε και του είπε να φύγουνε μαζί και να γλιτώσει γιατί ετοιμάζονται να τον σφάξουν, να ποτίσουν το γέρο με το αίμα του για να γίνει καλά.
Κι εσυκουστήκανε να φορέσει εκείνη τα μαύρα, να λύσει τα μαύρα της μαλλιά και να βγεί έξω από το παλάτι μαζί του κλαίγοντας και λέγοντας, πως πάει να χτυπήσει τάχα τις καμπάνες, γιατί ο πατέρας της ο Ρήγας πέθανε τάχα και να βρουν καιρό πάνω στην ανακατοσούρα, να φύγουν. Κι όπως είπαν, έτσι κι έκαμαν και φόρεσε η κόρη μαύρα και 'λυσε τα μαλλιά της και βγήκαν έξω απ' το παλάτι, κράζοντας, πως ο γερο-Ρήγας πέθανε και πάνε τάχα να χτυπήσουν τις καμπάνες. Ο κόσμος έτρεξε, να 'δει τη βασιλοπούλα για να της πουν, να πάει στο παλάτι, μην πάθει τίποτα απ' τη θλίψη. Κι ώσπου να καλονιώσουν, χάθη η κόρη με το νιό. Ο γερο-Ρήγας πέθανε, η γριά Ρήγισσα έσκιζε τα μάγουλά της και φώναζε σπαρακτικά και καταράστηκε την κόρη της, λέγοντας:
- Με το φιλί της μάνας του ο Βαρβαντίνος να σε ξεχάσει και να σ' αφήσει στο δρόμο, να ρέβεις! Οι νιοί πήραν το δρόμο κι ύστερα από μέρες, φτάσανε στο ρηγάτο του Βαρβαντίνου. Μόλις ξεπέζεψαν, άφηκε ο Βαρβαντίνος τη Φαλτέσα σ' ένα χαμόκελο παράσπιτο του παλατιού κι ανέβηκε απάνω στο παλάτι να χεραιτήσει τους γονιούς του και να τους ιδεάσει για την κόρη.
Όπως το είπε η μάνα της Φαλτέσας έτσι και έγινε. Ο νιός με το πρώτο φιλί της μάνας του αλησμόνησε τη Φαλτέσα στο παράσπιτο, καταφρονεμένη και άγνωστη κι απομοναχή στην ξένη χώρα. Πέρασε καιρός πολύς κι η κόρη βασανιζότανε, προσμένοντας το Ρηγόπουλο, αλλά 'κείνο διάβαινε κάτω από το παραθύρι της και δεν καταδεχότανε να της ρίξει μια ματιά. Τι να κάνει λοιπόν η κοπέλα για να εκδικηθεί; Προσκαλεί το Ρηγόπουλο και δυο άλλους φίλους του και τους κάνει τραπέζι και στερνά πέρνει κάτι αγκθερά κλαδιά, που είχε κόψει εξεπίτηδες και τους άρχισε στο ξύλο και τους τρεις και τους μάτωσε τα κρέατα, ύστερα τους πήρε διακόσια φλουριά του ενός, τριακόσια του άλλου και πεντακόσια του Βαρβαντίνου και τους έδιωξε. Το Ρηγόπουλο πήγε τότε στον πατέρα του το Ρήγα, διέταξε και την έφεραν μπροςτου την κόρη, για να την κρίνει και όταν την είδε, της είπε:
"Εσύ μοιάζεις βασίλισσα, μοιάζεις βασιλοπούλα, εσύ μοιάζεις αρχόντισσα, μοιάζεις και ρηγοπούλα"κι η κόρη του απάντησε: "Χίλιον καλώς σας πήραμε, Ρήγα της Δικιοσύνης, και τα ξένα και τα δικά σήμερα θαν τα κρίνεις" Και του διηγήθηκε απ' την αρχή μέχρι και πως γλύτωσε απ' τη σφαγή τον αχάριστο τον Βαρβαντίνο που την αλησμόνησε. Ο Βαρβαντίνος όμως απ' την αρχή φώναξε στον πατέρα του.
- Πατέρα μην την ακούς τούτη την κακή, γιατί μας έδειρε με τις αγκαθερές βέργες και ενός πήρε διακόσια, τ' άλλου τριακόσια και σε 'μενα πεντακόσια.
Αλλά ο Ρήγας σαν άκουσε όλη αυτή την ιστορία από το στόμα της Φαλτέσας, της έδωκε δίκιο, κι ο Βαρβαντίνος τη θυμήθη και την αγκάλιασε και τη φίλησε και σε λίγες μέρες κάναν τις χαρές τους.
Βιβλιογραφία: Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά (1957)
Ελληνικές φορεσιές Ι. Παπαντωνίου
Άλλοι σας κόβουν λάχανα κι' άλλοι σας μαγειρεύουν.
Άλλος μπέης άλλα λάδια
Ή ασημένιος ή ατσαλένιος
Η γριά με την καλή ψυχή ευρέθη γκαστρωμένη
Ο αγουροφάγος έφαγε ουρμυοφάγος καρτερεί
Όποις δε γεννηθή δεν αμάρτησε
Σαν πιάσεις νέο δρόμο, μην αφήσης τον παλιό
Όποιος με γελάει μια φορά ανάθεμα το κεφάλι του. Όποιος με γελάση
δύο και τρείς, ανάθεμα το δικό μου.
Το φίδι απ' την τρύπα του δαγκώνει
Αλι απο κείνον που τις έφαγε
Σαν πεινάς και δε νυστάζεις, οσο θέλεις κουκουλώσου
Για το κομμάτι το παστό λέμε το χοίρο αφέντη!
Ο νιος θέλει τα χάδια του, κι' ο γέρος την τιμή του
HOME |