Η χρονολόγηση της ίδρυσης πρέπει να αναχθεί στους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους. Η ονομασία προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη νεότα, που παράγεται απο το αρχαίο νεότης, οπότε και πρέπει να περισπάται νιατα ή να γράφεται με- ει -νειάτα. Αποκλείεται να είναι η λέξη της δημοτικής νιάτα, γιατί τότε δεν υπήρχε δημοτική γλώσσα. Πάντως είναι ελληνικότατη λέξη. Κατά το 1350 μ.Χ. (αποικισμός των Αλβανών) δέχθηκε τη μόνιμη εγκατάσταση πολλών εξ αυτών, που φημίζονταν ως φιλόπονοι, και ως κύρια ασχολία είχαν την κτηνοτροφία. Με τον καιρό εξελληνίστηκαν και αφομοιώθηκαν με τους ντόπιους. Επί Τουρκοκρατίας υπαγόταν στην επισκοπή Έλους, που τα όριά της έφταναν μέχρις εδώ. Μετά την εθνική αποκατάσταση(επανάσταση) ήρθαν και εγκαταστάθηκαν πολλοί από την Λακεδαίμονα (ο Νικόλαος Κολινιάτης ή Καρβελάς που ήταν από τους πιο ονομαστούς οπλαρχηγούς) και άλλοι, από την Κυνουρία (ο Μπουτσελάς-Μπούτσαλης, που ήταν και αυτός από τους πιο γνωστούς πολιορκητές της Μονεμβασίας) και άλλοι από τον Ζάρακα. Από επίσημη έκθεση του 1828 φαίνεται η κατάσταση του χωρίου.Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων ήταν άποικοι του χωρίου Κρεμαστή. Σύνορα: Από τα μικρά Νιάτα(τοποθεσία που λέγεται φόρου και ντούκα) στον Πυργάκο ντράδιζα, από τα Άρφαρα στην ελιά του Κορωνήτη, και απο τις Κοπριές των Στενών ως τη Μεγάλη Ράχη( στην σκαρδιά του Σέλι )και φτάνει στα μικρά Νιάτα. Η γη είναι λεπτή και μόλις 2 χιλιάδες στρέμματα περίπου.Το μεγαλύτερο μέρος της γης αυτής είναι ιδιόκτητο,(τουρκικό), και η άλλη ιδιοκτησία των Ελλήνων. Οι κάτοικοι του χωρίου σπέρνουν κυρίως στη Γκαγκανιά(σύνορα με Μολάους), στην Απιδιά και στο Μπεζάνι. Στην περιφέρεια του χωριού μόλις 15 ζευγάρια έχουν περιθώρια καλλιέργειας και αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία από την έλλειψη νερού. “...Ελαίαι περι το χωρίον εθνικαί 4.761, ιδιόκτητοι 2.661. Εκ των άνωθεν εθνικών ελαιών 150 προ ενός σχεδόν χρόνου της επαναστάσεως τις επώλησε το μοναστήρι του Μαρί προς των Οθωμανόν Σούλον Μπαϊρακτάρην, αλλά δεν έδωκε το πωλητήριον της διεγέρσεως γενομένης. Τα όρη παράγουσι πρινοκόκκι έως 25 οκάδες και βόσκουσι κοπάδια, γίδια δέκα... Αμπέλια εθνικά στρέμματα 15, ιδιόκτητα 90, οσπίτια δημόσια ένα, ιδιόκτητα χριστιανικά εως 100, οικογένειαι 74, ψυχαί 298”.
Βιβλιογραφία: Επιδαύρου Λιμηράς (Λ. Κατσώρη)
Χωριό που απέχει δυτικά της Μονεμβασίας μιλ. 25, και από την Απιδέα βόρεια 5 μιλ. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων είναι άποικοι από το χωριό Κρεμαστή, μετά την άλωση της Πελοποννήσου. Σύνορα: “Άρχεται από μικρά Νιάτα, κάκειθεν εις τοποθεσίαν λεγομένην του Φόρου και Ντούκα, κάκειθεν εις Πυργάκι Ντράδεζας, είτα εις τους Αρφαρά, εις την ελαίαν Κορωνίτη, εις τες Κοπρισσές των Στενών, κάκειθεν εις την Μεγάλην Ράχην, εις την Σκαρδιάν, εις του Σέλη, και κατέρχεται εις τα μικρά Νιάτα”. Η γη υπάρχει λίγη και λεπτή, είναι περίπου 5 χλδ. στρέμματα ή και περισσότερα.Το μεγαλύτερο μέρος είναι κάμπος, αλλά λεπτός, και μάλιστα ιδιοκτησία των Οθωμανών. Οι κάτοικοι σπέρνουν στη Γκαγκανιά, στη γή της Απιδέας και στο Μπιζάνι, και τη δουλεύουν σήμερα ζευγάρια 27. Σε όλη την περιφέρεια του χωρίου όμως, μόλις 15 ζευγάρια μπορούν να ζήσουν με μεγάλη ταλαιπωρία και περνώντας μεγάλη δοκιμασία από την έλλειψη νερού. ...“ Ελαίαι περι το χωρίον εθνικαί 4.761 Ιδιόκτητοι 2.661 Εκ των άνωθεν εθνικών ελαιών 150 ρίζας προ ενός χρόνου της επαναστάσεως της επώλησε το μοναστήρι Μαρί προς τον Οθωμανόν Σούλον Παρακτάρην, αλλά δεν επληρώθη όλην την τιμήν, μηδέ το πωλητήριον έδοκε εις χείρας του Οθωμανού, της διεγέρσεως γενομένης. Τα όρη εξάγουσι πρινοκόκκι εως 25 οκάδες κατ' έτος. Βόσκουσι κοπάδια γίδια δέκα, ως επι πλείστον εις ξένα σύνορα. Μελίσσια 200 κόφινοι Αμπέλια εθνικά στρεμ. 15 ιδιόκτητα 90 Οσπίτιον δημόσιον εν, ιδιόκτητα χριστιανικά περι τα 100 Ελαιοτριβείον εθνικόν εν. Οικογένειαι 74, ψυχαί 298 Αι πρόσοδοι του χωρίου τούτου ήσαν επι Τουρκίας περι τα γροσ. 5.512 εις σπαϊλίκια 16 ½ ”.
Βιβλογραφία: Από το βιβλίο (περιοδικό) Λακωνικές Σπουδές Ελένη Δ. Μπέλια τόμος 5.
Χωριό ορεινό προς το βόρειο μέρος της επαρχίας, απέχοντας από την πόλη μιλ. 25, από τα Νιάτα μιλ. 8, του οποίου οι κάτοικοι κατοικούν στα "Λογκάρια" όπως αυτοί τα λέγουν και έχουν τις ιδιοκτησίες στη Ρηχιά, Πιστάματα, Κουπιά, Χάρακας και Κυπαρίσσι. Το μέρος είναι ορεινό και άγριο και οι περισσότεροι κάτοικοι βόσκουν γίδια. Η καλλιεργήσιμη γη είναι πολύ λίγη αλλά εύφορη και όλη ιδιοκτησία ελληνική. Προ της επαναστάσεως του 1821 δούλευαν ζευγάρια 103. ...“Ελαίας έχει ιδιόκτητους εις όλην περιφέρειαν 501. Γιδοπρόβατα έως 9 χιλδ. Επί Τουρκίας ήσαν τριπλάσια γελάδια έως 200. Μελίσσια κοφίνους εως 100 ιδιόκτητα. Γίνεται βελανίδι ιδιόκτητον έως 60 κοντάρια”. Έχει λόγγο από έλατα, που αρκετά από αυτά ανήκουν στο έθνος.Εξάγει πρινοκόκκι από 50 έως 100 οκάδες το χρόνο. Μόνο στο χωριό υπάρχει νερό τρεχούμενο, και στην υπόλοιπη περιοχή έχουν λούτσες, όπου μαζεύεται βρόχινο νερό από το οποίο πίνουν οι άνθρωποι και τα ζώα. Έχει το λιμάνι Κυπαρίσσι όπου κατοικούν από 50 έως 100 οικογένειες. Οικογένειες: 105, ψυχαί 420. ...“Αμπέλια ιδιόκτητα στρεμμ. 71. Εξακρηβώθη γη ανήκουσα εις Τούρκον χωράφια στρέμμ. περι τα 20 εις τοποθεσίαν Λούτζι, ωσαύτως εις τοποθεσίαν Καριγκάκι μια δεξαμενή νερού λούτζα λεγόμενη, ήτις ενοικιάζεται κατ' έτος εως 70 γροσ. Εις τον Χάρακα λογκάριον της Κρεμαστής, ευρίσκεται μονύδιον του Θεολόγου έχον αμπέλι στρεμμ. 4, χωράφια μετρητικίων σπορών 30, μίαν λούτζαν δια της οποίας το νερόν όπου ποτίζουν οι ποιμένες λαμβάνει 15 οκάδες βούτυρον. Γιδοπρόβατα έχει 130, γελάδια 5, ελαίας εις Κυπαρίσσι 10 και εις Νιάτα 20. Έτερον μονύδιον εις τον Γέρακα σύνορον του Τοπαλτιού προς ολίγων χρόνων ανεγερθέν. Έχει γιδοπρόβατα 700, γελάδια 20, κοφίνους μελισσών 30 από αφιερώματα των πέριξ, η επαρχία επροίκισε κατά τους παρελθόντας χρόνους τούτο το μοναστήριο τας μη εθνικάς ελαίας και χωράφια. Ηγουμενεύει εις αυτό ένας μοναχός καταγόμενος από την Λαυραντζού του Αγίου Όρους Άθωνος. Επι Τουρκίας το χωριόν τούτο επωλείτο μουκοτάς έως 2.000 γρόσσια”.
Από το βιβλίο (περιοδικό) Λακωνικές Σπουδές Ελένη Δ. Μπέλια τόμος 5
Το πιο ορεινό χωριό της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς του Νομού Λακωνίας. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 860 μέτρων κοντά σ' ελατοσκεπασμένες βουνοκορφές. Η ιστορία της Κρεμαστής αρχίζει το 1462 όταν ο Μυστράς πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Τότε αρκετοί από τους κατοίκους των χωριών κοντά στο Μυστρά τρέπονται σε φυγή κι' αναζητούν ασφαλή μέρη να κατοικήσουν. Ο τόπος της Κρεμαστής είναι ιδανικός να τους προστατέψει από το διωγμό των Τούρκων. Τ' άφθονα τρεχούμενα νερά βοηθούν στην γρήγορη ανάπτυξη ενός μεγάλου χωριού. Τ' όνομα Κρεμαστή δόθηκε επειδή το χωριό μοιάζει να κρέμεται ανάμεσα στα γύρω βουνά. Το 1661 η Κρεμαστή αριθμεί 3.500 κατοίκους όπως αναφέρει η απογραφή των Ενετών. Διατηρεί στενές εμπορικές σχέσεις με τα νησιά Σπέτσες - Ύδρα μέσω λιμανιού στο Κυπαρίσσι,που τους προμηθεύει κτηνοτροφικά προϊόντα, κρασί και στάρι. Πιό μετά το εμπόριο επεκτάθηκε ως την Αλεξάνδρεια όπου τους προμήθευε βελανίδια απαραίτητα για βαφές υφασμάτων. To 1722 κτίζεται η βρύση στη Κρεμαστή, αριστούργημα τέχνης και για την σημερινή εποχή. Η σκαλιστή επιγραφή με Βυζαντινά στοιχεία μεταφέρει στην αιωνιότητα το σπουδαίο έργο. Όταν η Ελλάδα ήταν ελεύθερη αρκετοί Κρεμαστιώτες μεταφέρθηκαν σε πιό χαμηλές τοποθεσίες και κτίζουν άλλα χωριά, τη Ρηχιά, το Λαμπόκαμπο, τα Πιστάματα. To 1870 αρχίζει η μετανάστευση στην Αμερική.Τα φτωχά εκείνα χρόνια βρέθηκαν στην Αμερική αρκετοί Κρεμαστιώτες που πρόκοψαν αλλά δεν λησμόνησαν την πατρίδα τους, πολλοί επέστρεψαν στο χωριό ενίσχυσαν την οικονομία του τόπου τους και έτσι η Κρεμαστή γνώριζε μεγάλη ακμή τα χρόνια 1900-1960. Στο Δημοτικό Σχολείο φοιτούσαν 200-220 παιδιά, υπήρχαν όλα τα επαγγέλματα και πολλά μαγαζιά. Όμως το νέο κύμα μετανάστευσης από το 1956 την αδυνάτιζε διαρκώς. Στο χωριό τα σημάδια της ερήμωσης φαίνονται τη δεκαετία του 1970. Το χωριό συρικνώθηκε σε λίγους μόνιμους κατοίκους.Έμεινε όμως άσβεστη η αγάπη σ’ όλους τους Κρεμαστιώτες, που είναι διασκορπισμένοι ώς τα πέρατα της γής, για τη συντηρήση του χωριού τους. Τα παραδοσιακά σπίτια, η ομορφιά του βουνού και το δροσερό καλοκαίρι είναι τα εφόδια για τη σωτηρία της Κρεμαστής.
Η πρώτη καταστροφή έγινε τον καιρό της άλωσης της Πελοποννήσου. Λέγεται ότι υπήρχαν περίπου τετρακόσσιες οικογένειες, φαίνονται δε σε αρκετή έκταση τα σημάδια σημαντικής κωμοπόλεως. Η Δεύτερη καταστροφή έγινε μετά την επανάσταση του 1770. ...“Τα σύνορα τούτου. Άρχονται από την Σκάλαν έως Ζάρβανα, εις το Καραμίνι έως την ράχην Βοϊδόρακην επιλεγόμένην, εις τες μάνδρες του Σάκου και Κερατίτσαν έως Βούντα και Βοθρλιάν, εις την Γλυκερίτσαν και του Φύλια την ράχην με την Κορανοφωλέαν και φυτείες Πεζανιώτικες εις την Στρογγυλήν Πέτραν Κουμούλαν κατά Γκαγκανιάν. Η καλλιεργήσιμος γη ειν’εύφορος, και συνίσταται περίπου των 25 χλδ. στρεμ. Είναι 1ης, 2ας, και 3ης ποιότητας, εξ ων το τρίτον της πρώτης ποιότητος. Προ της επαναστάσεως των 70 λέγεται ότι εδούλευον ζευγάρια 100 προ της ήδη διεγέρσεως 35, ήδη μόλις 20. Έχει και μέρη ποτιστικά, λεγόμενα παρά των εγκατοίκων μποστάνια όπου φυτεύουν καπνούς, τα οποία εισί ταύτα”.
Ιδιόκτητα |
Εθνικά |
Υποθήκη |
|
αγριοκάλαμον |
5 1/2 |
2 3/4 |
1 3/4 |
ημεροκάλαμον |
5 1/2 |
2 3/4 |
1/2 |
παλιάχουρον |
3 1/4 |
3 3/4 |
|
ρεύμα |
3/4 |
||
σπηλιά |
4 |
||
χαμόσπηλον |
9 1/2 |
2 |
3 1/4 |
παράμουζα |
6 |
1/6 |
1/2 |
ντέ πριφτ’ |
3 1/2 |
1 1/4 |
2 1/2 |
39 1/2 |
7 1/4 |
15 1/2 |
Η ονομασία Γκιότσαλη είναι Τουρκική. Αποτελούσε την Μητρόπολη του σημερινού Αγίου Δημητρίου γιατί οι σημερινοί του κάτοικοι ζούσαν πρώτα εκεί. Μετά την επανάσταση σιγά – σιγά εγκαταστάθηκαν στην σημερινή περιοχή. Πολλοί ήρθαν από Μονεμβασία και Κρήτη καθώς και από Κρεμαστή και την ευρύτερη περιοχή της Λακαιδέμονας γιατί τους δώθηκαν μεγάλες εκτάσεις από τα εθνικά κτήματα, και αποτέλεσαν το σημερινό πληθυσμό του χωριού ενώ το παλιό ερημώθηκε. Δέχθηκε και Αλβανικά φύλλα που μεταμόρφωσαν με τις καλλιέργειες την περιοχή. Τούρκοι δεν έμειναν μόνιμα λόγω της ορεινότητας της περιοχής και του άγονου εδάφους. Μετά το 1700 πολλοί Κλέφτες Καρακίτσος, Μοίρας, κ.α) προτίμησαν την περιοχή ως κρησφύγετο και ορμητήριο για την τιμωρία των Τούρκων και την προστασία των κατοίκων των πεδινών χωριών.
Χωρίο που απέχει δυτικά της πόλης και των Μολάων μιλ. 8, θαλάσσια μιλ. 6. ...“Η περιοχή του από Παλαιόπυργον έως εκκλησίαν Άγιον Ιωάννη, Φυτείες, Πεζούλια εις τα Στραβορεύματα από το πεζούλι του Καλυβίου Τελη, εις τον Πρίνικον και Αγριοσυκέαν, εις τον Αιγιαλόν προς το τέλος, εις του Σίντου το Καλύβι, εις τον Άγιον Ηλίαν Κούρκουλαν εις το Καλτιρίμι και εις του Στρογγυλού το Λιθάρι”. Επί Τουρκοκρατίας δούλευαν στο δυτικό κάμπο ζευγάρια 25. Η γη είναι περίπου 15 χλδ. στρέμματα. Η μισή είναι πρώτης ποιότητος, εύφορη σε πρώϊμα και όψιμα ,αλλά το καλύτερο μέρος είναι βάλτος. Είχε από παλιά στο πάνω μέρος του χωριού - ανατολικά - αμπέλια που φαίνονται και σήμερα τα πεζούλια τους, αλλά όχι σε μεγάλη έκταση. Είχε και αμπέλια στο γιαλό στα δυτικά που ήταν γόνιμα για καλλιέργεια σταφίδας. Έχει και νερό τρεχούμενο κοντά στο Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το οποίο είναι σήμερα βυθισμένο και τρέχει στο ρέμα λίγο νερό. Του νερού αύτου φαίνονται τα παλιά υδραγωγεία και δύο δεξαμενές (στέρνες) η μία στην πεδιάδα και η άλλη κάτω του χωριού δυτικά. Φαίνεται και κοντά στο μοναστήρι άλλη στέρνα και χωράφια έως 10 στρέμματα τα οποία ποτίζονταν από αυτό το νερό. Η υπόλοιπη γη του χωριού ήταν ιδιόκτητη ένα προς δυο με τους τούρκους. Η περιοχή είχε ελιές 30 χλδ περίπου , σκίντα και αγριοχαρουπιές. Μετά την επανάσταση του 70 δεν έμεινε άλλη ιδιοκτησία στους λίγους κατοίκους παρά μόνο τα σπίτια του χωριού με λίγη περιοχή. ...“ Εις τους 1812 ο Χασάμπασας και Αχμεταγαδάκια έλαβον από τους χωρικούς μετρητά γρ. 1.600 ότι είχον εις την εξουσία τους επι λόγω υποθήκης δια χρέη παλαιά του χωριού των. Της γη ταύτης τα όρια είναι από Στρογγυλόν Λιθάρι, έως τον Άγιον Ιωάννην, την Ποταμιάν κατά την Απιδέα εώς την Στράταν των Καλυβίων, και προς δυσμάς δια της οδού εώς Μπεζάνι και πάλιν δια της αυτής οδού προς μεσημβρίαν εώς του Σίντου το Καλύβι και την Κουρκούλα και Καλτιρίνι. Λαμβάνοντες οι χωρικοί την γην αυτήν τον χρόνον εκείνον και λάβοντες τον καρπόν εκπλήρωσαν γρ. 1.600 προσθέσαντες και εξ ιδίων των γρ. 75 ανά 5 γρόσια η κάθε οικογένεια. Στο Διβάρι κοντά στης θάλασσα υπήρχαν χέλια και λίγοι κέφαλοι. Το μήνα Αύγουστο μαζευόνταν από τα περίχωρα και πληρώνοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη ψάρευαν ελεύθερα ...“Εις χρόνους ευτυχείς πιάνονται και 15 ή 20 χ.λ.δ. ου ψοροεγχέλεις, συνεργάζονται δε ως 2 χ.λ.δ. άνθρωποι και εξάγουν ως 200 οκάδες ψαροεγχελείς”.
Από το βιβλίο ( περιοδικό ) Λακωνικές Σπουδές Ελένη Δ. Μπέλια Τόμος 5
Το παλαιό όνομα του χωριού μεταβλήθηκε εξ αγνοίας του κοινοτάρχου, που το εσύγχισε με την τουρκική λέξη Μπιζάνι της Ηπείρου,ενώ είναι ελληνικώτατο και ανάγεται στη Βυζαντινή εποχή. Βεζάνης λέγονταν ο χωροδεσπότης, που έλαβε την περιοχή ως προνόμιο από τον Κατακουζηνό. Άλλωστε Τούρκος κατά την πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας ( όταν και κτίσθηκε) δεν υπήρχε στο χωριό. Ονομαστό ήταν το μοναστήρι της Θεοτόκου για το ιαματικό νερό και για την υγιεινή τοποθεσία. Η εκκλησία του το 1828 ήταν μισοχαλασμένη και τα κελιά ερείπια. Είχε πολλά δέντρα ελιές και αμυγδαλιές, αλλά τα έκαψαν οι ποιμένες. Τούρκοι δεν το κατεκτησαν “ και διότι ουδεμίαν πρόσοδον είς το χωριόν τούτο”. Κοντά του μοναστηριού υπάρχει και νερό, που σήμερα είναι βυθισμένο. Φαίνονται τα υδραγωγείακαι( δύο στέρνες). Επίσης υπάρχει άλλη μια στέρνα και χωράφια έως 10 στρέμματα που παλαιότερα ποτίζονταν από εκεί. Κατά τη δεύτερη περιόδο της τουρκοκρατίας η κατάσταση του χωριού απο σχετική έκθεση δείχνει να εκτρέφονται βόδια, χοίροι, γιδοπρόβατα και μελίσσια. Υπάρχουν κατά το χειμώνα και ξένες στάνες. Λέγεται εκ παραδόσεως ότι ιδιοκτησία τουρκική δεν υπήρχε άλλη, παρά μόνο στο Μάνεσι στον κάμπο. Επίσης πρίν το 1821 η κατάσταση ήταν η εξής: Κατοικούνταν από 60 οικογένειες. Στρέμματα 15 χιλιάδες, αλλά το κυριώτερο μέρος ήταν βάλτος. Αμπέλια υπήρχαν πάνω στο χωριό ανατολικά και στο γιαλό δυτικά για φυτείες σταφίδας. Τούρκοι δεν κατοίκησαν στο χωριό. Ελιές 712, άγριες 30 χιλιάδες, χαρουπιές 2 χιλιάδες, μουριές ιδιόκτητες του Σπάρτη ( Στρατάκου)145, του οποίου ο πατέρας έγινε φυγάς μετά το 1770. Επίσης το 1828 οι κάτοικοι ήταν 35, οι πιο πολλοί “μέτοικοι” από το Μυστρά. Την έκταση από στρογγυλό λιθάρι εως τον Άγιον Ιωάννη , την Ποταμιά έως του Σέντου το καλύβι και την Κουρκούλαν και το Καλντερίμι την πούλησαν στους χωρικούς ο Χασάμπασας και ο Αχμέτ Ακάκιος αντί 1600 γροσίων. Από το χωριό υπήρχε ένα πέρασμα στην Κουρκούλα, για Μολάους και Μονεμβασία και αποτελούσε τη μοναδική κατά τους χρόνους αυτούς αρτηρία της επαρχίας, που την συνέδεε με την Σπάρτη.
Για την ετυμολογία της ονομασίας υπήρχε διαφωνία γνωμών. Κατά τον γυμνασιάρχη Π. Δούκα ( Η Σπάρτη δια μέσου αιώνων ):“ Μολάοι ωνομάσθησαν εκ των μύλων αιολικώς αντί Μυλάων ή μυλώων”. Κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικ. Βέη από τη λέξη “μολάς” που σημαίνει βαθμόν ιερωσύνης στη μουσουλμανική θρησκεία. Ορθή είναι η γνώμη του Π. Δούκα, διότι αποδεικνύεται και ιστορικά και ετυμολογικά. Ιστορικά: Υπήρξε 250-300 έτη προ της Τουρκοκρατίας. Στο χρυσόβουλο λόγο του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικου Β΄ προς τους Μονεμβασιώτες το 1292 μ.χ. γράφονται τα εξής: “ διατηρούνται αυτοί ελεύθεροι πάντες και ακαταδούλωτοι, χωρίς μόνον των εποίκων της περιοχής των Βατίκων, της Τζακονίας, των Μολάων, του Εσόπου, του Έλους, των Απιδέων.....”. Επίσης αναγράφεται στον αργυρόβουλο λόγο του Δεσπότη του Μυστρά Θεοδώρου Β΄ Παλαιολόγου το 1461 μ.χ. προς τους Μονεμβασιώτες. Αναφέρεται και στην έκθεση του Ενετού διοικητού της επαρχίας Μονεμβασίας Μαρίνοθυ Μικιέλ, που εστάλη το 1425 μ.χ. προς διοργάνωση της Πελοποννήσου “ enon vina altro di buono la compagna di Molaous”. Ετυμολογικά η λέξη παρουσιάστηκε στην αρχή στον πληθυντικό αριθμό και δικαιολογείται από την πληθώρα των μύλων. Είναι αιολική και προέρχεται από τους Αιολείς που ήταν συγγενείς με τους Πελασγούς όπως και με τους Αχαϊούς και τους Λέγεγες, τους παλαιότερους και πρώτους κατοίκους της Λακωνίας. Άλλωστε κατά τον Στράβωνα,και οι Αχαιοί ήταν αιολικό έθνος. Ο Μύλης ο γιός του πρώτου βασιλιά της Σπάρτης Πέλεγος πρώτος εφεύρε τους Μύλους. Οι Πέλεγες προχωρήσαν προς Νότια της Λακωνίας και έφτασαν στους Μολάους, όπου αφού βρήκαν κατάλληλο έδαφος, έκτισαν οικισμό.Τα νερά των αφθόνων πηγών τα χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των κήπων και για να κινούν τους νερόμυλους. Ο οικισμός στην αρχή χτίστηκε στη θέση “Παναγίτσα” γιατί ο λόφος χρησιμοποιούνταν ως ακρόπολη για να είναι μακριά από την πεδιάδα, όπως π.χ στίς Μυκήνες. Μεγάλη όμως δυστυχία επικρατεί, ιδίως κατά τη β΄ περίοδο της Τουρκοκρατίας, μετά την απαγόρευση της καλλιέργιας των αμπελώνων του φημισμένου κρασιού Μαλβάζια. Οικογένειες Τούρκων είχαν εγκατασταθεί πολύ λίγες. Έχει κοινά σύνορα με τα Πάκια. Και των δύο χωριών τα έσοδα δίνονταν στον ίδιο Τούρκο φεουδάρχη. Ελιές 682 και στη Γκαγκανιά 738. Μύλοι 9 και ένας του μοναστηρίου της Παναγιάς = 10. Αμπέλια στρέμματα 72. Σπίτια εθνικά 88. Πύργοι 10 και τζαμί 1. Γιδοπρόβατα 10 χιλιάδες. Οικογένειες αυτόχθονες και πάροικοι 5, ψυχαί 235. Στους μετεπαναστατικούς χρόνους ήρθαν μέσο της Μονεμβασίας πρόσφυγες από την Κρήτη ( Μανούσος, Βαρδουλάκης, Σκανδαλάκης, Λιοτσάκις, Π. Κοκολάκης, Λυριωτάκης ), από τη Μάνη ( Ι. Καλκανίδης, Μπακαζάκος, Ζερβάκος, Βουζουναράς ), καθώς και από την Κυνουρία.
Βιβλιογραφία : Επιδαύρου Λιμηρά Λ. Κατσώρη
...“Έδρα, οικονομικής εφορίας γ΄τάξης. Ταχυδρόμος και τηλεγρ. γ΄ τάξη ( Δ. Τρίπολη ). Αστυνομία Ασωπού που περιλαμβάνει και τους δήμους Έλους και Ζάρακος, Ειρηνοδικείο Επιδάυρου- Λιμηράς που περιλαμβάνει και τους δήμους Έλους και Ζάρακος, Ελλην. Σχολείου. Βρίσκεται Β.Α. της Μονεμβασίας σε απόσταση 6 ωρών κατά τις υπερωρίες του υπερκειμένου όρους Κουρκούλα ύψος 9,14μ. Προς το Α. και Ν. εκτίνε πεδιάς αποστομουμένη εις την όρφον Ξύλι. Παράγει δημητριακούς καρπούς, βαμβάκι, οίνον, έλαιον αμύγδαλα, σύκα, άπιο και εσπεροδοειδεί καρπούς”.
Βιβλιογραφία : Ελληνική Χορογραφία
...“Χωρίον απέχον από μεν του Φοινικίου προς ανατολάς μιλ. 6 από δε της Μητροπόλεως προς δυσμάς 15. Η εμπεριεχομένη γη εις τα σύνορα ταύτα ήτις, καλλιεργείται και είν’ επιδεκτική καλλιέργειας συνιστάται εις στρέμματα 30 σχεδόν χ.λ.δ., εξ ων το εν τρίτον υπάρχει ιδιοκτησία των Χριστιανών, το δε πλείστον μέρος υπάρχει κάμπος και το περισσότερον εξ αυτού ακαλλιέργητον. Η γη αυτή διαιρείται εις τρείς ποιότητας, το περισσότερον όμως εκ του όλου είναι κάμπος και γη εύφορος αλλά χέρσος, είναι δε πρόσφορος δι’ αμπελώνας, σταφίδας, συκέας και μουρέας”.
Από το βιβλίο( περιοδικό )Λακωνικές ΣπουδέςΕλένη Δ. Μπέλια τόμος 5
...“Χωρίον απέχον από μεν του χωρίου Καταβόθρας ώρος δυσμάς μιλ. 7 από δε της Μητροπόλεως ομοίως 24. Κείται εις τους πρόποδας του όρους. Τα σύνορα αυτού και των Μολάων. Άρχεται από το λεγόμενον Μαυροβούνι, είτα κατέρχεται, εις την Στράταν κακείσε εις τα Φουρνάκια, εις την ελαίαν την λεγόμενην Ζαρνάκαν, εις το Καλύβι του Μουσταφάγα, είτα κατέρχεται εις το Πηγάδι, εις του Ντελή τον Ληνόν, εις του Καλκανίστρου και εις την Βλυχάδα εις το ακροθαλάσσιον, είτα απέρχεται εις τον Κοκκινόβραχον, εις του Σίντου το Καλύβι, εις την Πλάκα, εις το Καλαμάκι εις την Μόρτισσαν, εις τες Κρέζες , εις τον Άγιον Ηλίαν, εις την Σκάλα, εις του Μπίθα την σκάλαν, εις του Ντούκα και εις το στενόν υποκάτω. Το πλείστον μέρος της γης των ορίων τούτων είναι κάμπος, γη εύφορος, αλλά το περισσότερο μέρος ακαλλιέργητο. Συνίσταται εις στρέμματα 20 χ.λ.δ. και επεκείνα, δίδει καρπούς των λεγόμενων πρώιμος οίον σίτον, κρίθον και τα λοιπά εκτός καλαμποκίου και των άλλων. Το πλείστον μέρος της γης ει επιδεκτικόν δι’ αμπελώνας, σταφίδας, συκέας και μουρέας, άπαντα εθνικά. Προ της ήδη διεγέρσεως εδούλευον ζευγάρια 80, ήδη δουλεύουσι 30.Ελαίαι εθνικαί 899 Χριστιανικαί ιδιοκτήτοι 40. Σπίτια εθνικά, εξ ων μόλις 10 κατακτησις, καμένα 153. Ελαιοτριβείον εθνικόν ένα. Σπίτια χριστιανικά με τους κήπους των 12. Στανοτόπια εθνικά 14. Το χωρίον τούτο κατοικείτο όλοι από Οθωμανούς, εξ ων οι πλείστοι υπάρχον γεωργοί ήδη δε κατοικείται από Χριστιανούς, εξ ων οι πλείστοι πάροικοι. Οικογένεια 42, ψυχαί 150”.
(Βιβλίο Λακωνικές Σπουδές)
Το 375 μ.χ. στα νότια παράλια της Πελοποννήσου σημειώθηκε ισχυρός σεισμός, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να δημιουργηθούν τεράστιες εδαφικές ανωμαλίες όπως καθιζήσεις εδαφών, καταποντισμός νησίδων κ.τ.λ. Τότε φαίνεται ότι αποσπάστηκε ο βράχος που είναι κτισμένη η Μονεμβασία. Οι πρώτοι κάτοικοι, όπως πληροφορούμαστε από τα χρονικά κτίσης της πόλης, έφτασαν τον έκτο χρόνο της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρίκιου ( 582-602 μ.χ. ), δηλαδή το 588 μ.χ. Κυνηγημένοι από τις επιδρομές των βαρβάρων, οι κάτοικοι της Λακωνικής γης προσπάθησαν να βρούν ασφαλές σημείο για νέα εγκατάσταση, άλλοι μεν προτίμησαν τη Σικελία, άλλοι δε, οι πιο ευγενείς, με επικεφαλής τον Επίσκοπό τους, εγκαταστάθηκαν στην Ν.Α. πλεύρα του βράχου, για να είναι και αθέατοι από την απέναντι στεριά και για να έχουν άνετη επικοινωνία με τον υπόλοιπο κάσμο από τη θάλασσα. Την πόλη αυτή που δημιούργησαν, την ονόμασαν Μονεμβασία, ακριβώς γιατί είχε μία μόνο είσοδο. Η γεωγραφική θέση της πόλης γρήγορα την κατέστησε ναυτική και εμπορική δύναμη τόσο μεγάλη, ώστε κατόρθωσε να εξασφαλίσει εξαιρετικά προνόμια από τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες για το “Ικανόπλουν θαλατουργόν της”. Έτσι, στα μέσα του 7ου μ.χ. αιώνα, έφτασε να έχει εμπορικές σχέσεις με τη Σικελία και την Καλαβρία. Οι Μονεμβασίτες καραβοκύρηδες εκτός από τα περίφημα μεταξωτά και το κρασί της πόλης, μετέφεραν στη Δύση και προϊόντα της Ανατολής, με αποτέλεσμα να αποκομίζουν τεράστια οικονομικά οφέλη για να κάνουν τη Μονεμβάσια και οικονομική δύναμη.Η οικονομική δύναμη της Μονεμβάσιας δεν απέρρεε μόνο από τη ναυτιλία και το εμπόριο, αλλά ανάπτυξη παρουσίασε και η βιοτεχνία, που ήταν κυρίως οικοτεχνία, όπου κατασκευάζονταν υψηλής ποιότητας υφαντά, μεταξωτά, δέρματα αλλά κυρίως παρασκευάζονταν στα οινοποιία της το περίφημο κρασί της. Όλος αυτός ο πλούτος που σιγά-σιγά συσσωρεύτηκε στην πόλη, δημιούργησε την ανάγκη στους κατοίκους της να ασφαλιστούν από τις επιδρομές των πειρατών. Άρχισαν, λοιπόν, να την οχυρώνουν με μεγάλη επιμέλεια. Τέτοια ήταν η φροντίδα τους ώστε καθιέρωσαν και μία φορολογική πρακτική, σύμφωνα με την οποία η περιουσία όσων πέθαιναν χωρίς κληρονόμους, κληροδοτούνταν στην Κοινότητα και διατίθονταν αποκλειστικά για την κατασκευή των νέων τειχών και τη συντήρηση των παλαιών. Η πρακτική αυτή είναι γνωστή σαν “ΑΒΙΩΤΙΚΙΟΝ”. Αυτή η οχύρωση έκανε την πόλη απόρθητη, για τα μέσα της εποχής, και γι’ αυτό άρχισε να γίνεται και στρατιωτική δύναμη. Όμως, οι Μονεμβασίτες είχαν και άλλες ανησυχίες και στην πόλη δημιουργήθηκε αξιόλογη πνευματική κίνηση. Υπήρχαν φιλοσοφικές σχολές στις οποίες σπούδασαν αρκετοί επώνυμοι της εποχής και πλούσιες βιβλιοθήκες, οι οποίες διέθεταν χειρόγραφα, χρυσόβουλα και χρονικά, όπως η ονομαστή βιβλιοθήκη της Οικογένειας των Λικινίων. Το προϊον που κυρίως εξάγονταν ήταν το κρασί, το οποίο λόγω της αρίστης ποιότητάς του πωλούνταν στις πλουσιότερες αγορές της Μεσογείου, η δε φήμη του είχε φτάσει μέχρι την Ισπανία. Η εξαιρετική ποιότητα του κρασιού αυτού οφειλόταν στην ποικιλία των αμπελιών της περιοχής Επιδαύρου. Σήμερα βέβαια, δεν υπάρχουν αυτοί οι αμπελώνες. Καταστράφηκαν από τις τόσες επιδρομές που υπέστη η περιοχή. Παρ’ όλα αυτά όμως, η Μονεμβάσια μέχρι τα τελευταία χρόνια, δηλαδή ακόμα και μέχρι τη δεκαετία του 1950, φημίζονταν για τα κρασιά της και τις ταβέρνες της. Από παλιούς Μονεμβασίτες που ασχολούνταν με την παρασκευή του κρασιού, λέγεται ότι η Μονεμβάσια πάντα είχε καλό κρασί και για το ότι χρησιμοποιούσαν νερό της βροχής για να γίνεται η ζύμωση του μούστου, τα δε βαρέλια ήταν τοποθετημένα στις μεγάλες δροσερές υπόγειες καμάρες, αλλά και οτιί οι Μονεμβασίτες ήταν πάντοτε καλοί “πότες”.
Από το βιβλίο “Μονεμβασία” Γιώργος Ν. Βουνελάκης
Από την Αθήνα, κατά, το Μάρτιο του 1688, αναχώρησαν 622 οικογένειες και εγκαταστάθηκαν στα νησιά του Αργοσαρωνικού και την Πελοπόννησο. Δημιουργούνται έτσι δύο διοικητικά κέντρα. Ένα στην Κελεφά και το άλλο στη Μονεμβάσια.. Οι κάτοικοι της Μονεμβασίας είναι θαλασσινοί και παλιά έκαναν μεταφορές προς τη Συρία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη. Είναι έξυπνοι και σταθερού χαρακτήρα, μπορεί να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για τον πρίγκηπα που υποστηρίζουν. Ντύνονται αλλά λεβέντικα και οι γυναίκες τους διατηρούν το παλαιό Βενετσιάνικο φόρεμα. Μεταξύ όλων των άλλων οι κάτοικοι των Βατίκων, χωριό απέναντι από το Τσιρίγο ( Κύθηρα ) είναι θαρραλέοι και χειρίζονται τα όπλα πολύ καλά. Στη Μονεμβάσια μένει επίσης Έλληνας Αρχιεπίσκοπος ο οποίος φέρει τον τίτλο του Παναγιώτατου και Εξάρχου του Μορέως και έχει υπ’ αυτόν τους Επισκόπους του Έλους, του Ρέοντος και Αραστούς, της Μάνης, της Πλάστης, της Καλαμμάτας και Ανδρούσης.
Η Λακωνία κατά την Τουρκοκρατία και Βενετοκρατία. Κυρ. Ν. Στάππα
HOME |